κλίβανος

κλίβανος

κλίβανος, , att. κρίβανος (s. Phryn. p. 179, der die Form mit λ verwirft, u. Ath. III, 110 c), ein irdenes oder eisernes Geschirr, unten weiter als oben, in welchem man Brot backte, nach den Alten ὁ βαῦνος τῶν κριϑῶν, wogegen die alte Form κλίβανος spricht; κλιβάνῳ διαφανεῖ Her. 2, 92; die att. Form steht bei Ar. Ach. 86 Plut. 856 u. öfter; Antiphan. bei Ath. a. a. O. Sp. haben wieder κλί. βανος (vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O.) u. brauchen es = ἰπνός, Ofen, übh. zum Backen u. Rösten; Matth. 6, 30. – Bei Ael. H. A. 2, 22, wahrscheinlich von der Aehnlichkeit u. der Gestalt, = Felsenhöhle.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — ο χώρος κλεισμένος μέσα στον οποίο μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλη θερμότητα για ψήσιμο ψωμιού ή και για άλλους σκοπούς, φούρνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλίβανος — κρίβανος covered earthen vessel masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

  • печь дымящися — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   фразеол. (греч. κλίβανος καπνιζόμενος, κλίβανος) котел;… …   Словарь церковнославянского языка

  • κλίβανον — και κρίβανον, τὸ (Α) 1. κλίβανος* 2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κλίβανος / κρίβανος (ὁ), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κλιβάνιος — ο(ν) (AM κλιβάνιος και κριβάνιος, ον) [κλίβανος] το ουδ. ως ουσ. το κλιβάνιο(ν) 1. (υποκορ. τού κλίβανος), μικρός φούρνος 2. (στο Βυζάντιο) είδος θώρακα φολιδωτού, διακοσμημένου με μικρά μεταλλικά πλακίδια αρχ. πάπ. ο κατάλληλος για να ψήσει… …   Dictionary of Greek

  • φούρνος — ο (λ. λατ.) 1. θολωτό χτίσμα όπου γίνεται το ψήσιμο ψωμιού ή φαγητού, κλίβανος, καμίνι. 2. οίκημα όπου λειτουργεί τέτοιο χτίσμα (κλίβανος) και όπου πουλιέται ψωμί, ψωμάδικο, αρτοποιείο: Όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Clibanarii — The oldest known relief of a heavily armoured cavalryman, from the Sassanid empire, at Taq i Bostan, near Kermanshah, Iran (4th century) …   Wikipedia

  • Klibanos — Der Klibanos (altgriechisch: κλίβανος) war eine antike griechische Keramikform. Es handelte sich dabei um ein wannenförmiges Gefäß mit einem Deckel, in dem Brot gebacken wurde. Die Unterseite war breiter als die Oberseite. Kleine Löcher in der… …   Deutsch Wikipedia

  • Cataphractaire — Reconstitution d un cataphractaire sassanide Un cataphractaire était une forme de cavalerie lourde utilisée dans les guerres antiques par un grand nombre de peuples d Eurasie occidentale. Le terme français est dérivé du grec κατάφρακτος,… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”