- κλίνειος
κλίνειος, zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλίνειος, zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλίνειος — κλίνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ειος (πρβλ. κήπ ειος, λεόντ ειος)] … Dictionary of Greek
κλίνεια — κλίνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνειε — κλίνειος of masc voc sg κλί̱νειε , κλίνω sráyati aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνει' — κλίνεια , κλίνειος of neut nom/voc/acc pl κλίνειε , κλίνειος of masc voc sg κλίνειαι , κλίνειος of fem nom/voc pl κλί̱νειε , κλίνω sráyati aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)