κλίμα

κλίμα

κλίμα, τό, die Neigung, der Abhang, die abschüssige Lage oder Richtung, Abdachung eines Hügels, Sp. Bes. die Abflachung der Erde gegen die Pole hin u. übh. die Himmelsgegend, Strab. VI, 2, 1 u. öfter; ἀπὸ μεσημβρινοῦ κλίματος D. Hal. 1, 9; Plut. Mar. 11; – die nach der Lage sich richtende Wärme u. Witterung, das Klima, Arist. de mund. 10 u. A.; – übh. die geographische Lage eines Ortes, die Gegend, ἡ πόλις τῷ ὅλῳ κλίματι τέτραπται πρὸς τὰς ἄρκτους Pol. 7, 6, 1; τὰ πρὸς μεσημβρίαν κλίματα τῆς Μηδίας 5, 44, 6, wie Ath. XII, 523 e. – Bei Sp. auch übertr., die Neigung, der Hang wozu, Arr. Epict. 2, 15, 20. – [Sollte der Analogie nach κλῖμα heißen, vgl. Lob. Paralipp. p. 418, aber bei Nonn. u. Anth. IX, 97 ist ι kurz; die Lateiner haben clima.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλίμα — inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …   Dictionary of Greek

  • κλίμα — το, ατος το σύνολο των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ έναν τόπο και αποτελούν τη μέση ατμοσφαιρική κατάστασή του: Το κλίμα είναι ορεινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσογειακό κλίμα — Ειδικός τύπος κλίματος, που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια, ποικίλης διάρκειας, και ψυχρούς και υγρούς χειμώνες· οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν υψηλή διακύμανση από χρόνο σε χρόνο, ενώ η ηλιακή ακτινοβολία είναι έντονη, ιδιαίτερα το… …   Dictionary of Greek

  • κλίμ' — κλίμα , κλίμα inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματίζω — [κλίμα] εξασφαλίζω σε κλειστό χώρο καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κυκλοφορίας και καθαρότητας τού αέρα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες …   Dictionary of Greek

  • κλιμάτεσσι — κλίμα inclination neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάτων — κλίμα inclination neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασι — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασιν — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίματα — κλίμα inclination neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”