κοίνωμα

κοίνωμα

κοίνωμα, τό, Gemeinschaft, bes. eheliche, Plut. Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών, de Alex. fort. 2, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοίνωμα — κοίνωμα, τὸ (Α) [κοινώ] 1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία 2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός …   Dictionary of Greek

  • κοινωμάτων — κοίνωμα intercourse neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώμασι — κοίνωμα intercourse neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώματα — κοίνωμα intercourse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωμάτιο — το (Α κοινωμάτιον) νεοελλ. είδος αμφικέφαλου ήλου για μόνιμη ήλωση μεταλλικών ελασμάτων, κν. περτσίνι αρχ. σιδερένιος αρμός, δεσμός, σύνδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίνωμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”