γλάνος

γλάνος

γλάνος, , die Hyäne, Arist. H. A. 8, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλάνος — γλάνος, ο (Α) η ύαινα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • γλανός — ο το ψάρι γλανίδι …   Dictionary of Greek

  • γλάνον — γλάνος hyena masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλάνις — (glanis). Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και με την ονομασία σίλουρος ο ευρωπαϊκός. Ο γ. ζει στα γλυκά νερά της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα με άλλα ψάρια, δεν έχει ραχιαίο πτερύγιο αλλά εδρικό, πολύ μεγάλο. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • γλανίδι — το (Α γλανίς και γλάνις, η) ονομασία τού ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειος νεοελλ. γλανός*, γουλιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ.* γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις… …   Dictionary of Greek

  • ασπαλιεύς — ἀσπαλιεύς, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ.… …   Dictionary of Greek

  • σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”