- γλάφυ
γλάφυ, τό, Höhle, Grotte, Hes. O. 531.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλάφυ, τό, Höhle, Grotte, Hes. O. 531.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλάφυ — γλάφυ, το (Α) κοιλότητα, σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός] … Dictionary of Greek
γλάφυ — hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάφει — γλάφυ hollow neut nom/voc/acc dual (attic epic) γλάφυ hollow neut dat sg γλάφω scrape up pres ind mp 2nd sg γλάφω scrape up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… … Dictionary of Greek
глоба — I глоба I. поперечная балка, жердь, длинный шест , псковск., глобка балка, перекладина , укр. глоба косо растущее дерево, железный клин ; см. Р. Смаль Стоцкий, Slavia , 5, стр. 38. Едва ли связано с болг. глоб глазница , словен. globati… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
αγλαφάζω — και αγλαθάζω 1. καθαρίζω αυλάκι ή οχετό για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα 2. κοιλαίνω κάτι με σκάψιμο, βαθουλώνω 3. αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, τού «δίνω δρόμο» 4. ερευνώ λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. γλάφυ (= κοίλωμα] … Dictionary of Greek
gelebh- — gelebh English meaning: to plane, flay Deutsche Übersetzung: ‘schaben, schabend aushöhlen, hobeln” (“geglättete Stange, Balken”) Material: Gk. γλάφω “ to scrape up, carve from”, γλάφυ n. “ hollow, cavern”, γλαφυρός “ hollow,… … Proto-Indo-European etymological dictionary