- κλάσμα
κλάσμα, τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλάσμα, τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλάσμα — fragment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
κλάσμα — το, ατος ποσότητα που παρασταίνεται με δύο αριθμούς που γράφονται ο ένας κάτω από τον άλλο και χωρίζονται με μια οριζόντια γραμμή, από τους οποίους ο κάτω αριθμός δηλώνει σε πόσα ίσα μέρη διαιρέθηκε η ακέραιη μονάδα, ενώ ο πάνω δηλώνει πόσα από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυαδικό κλάσμα — Κάθε ρητός αριθμός Χ που παριστάνεται με: όπου v ακέραιος ≥ 0 και m περιττός ακέραιος αριθμός. Το δ.κ. ονομάζεται και δυαδικός ρητός αριθμός … Dictionary of Greek
γαζόλιο — Κλάσμα που λαμβάνεται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτελαίων ή από τα έλαια των εγκαταστάσεων της πυρόλυσης, που κυμαίνεται μεταξύ των οριακών θερμοτήτων απόσταξης του πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Η περιοχή αυτή των θερμοκρασιών… … Dictionary of Greek
κλασμάτων — κλάσμα fragment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμασι — κλάσμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμασιν — κλάσμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσματα — κλάσμα fragment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσματι — κλάσμα fragment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσματος — κλάσμα fragment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)