- κληΐσκω
κληΐσκω, = κλείω, verschließen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληΐσκω, = κλείω, verschließen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληίσκω — κληΐσκω (Α) καλώ, ονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κληΐζω, σχηματισμένος με θαμιστικό επίθημα ίσκω] … Dictionary of Greek