κληΐς

κληΐς

κληΐς, ῗδος, ion., κλῄς altatt., s. κλείς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κληίς — κληΐς, ϊδος, ἡ (Α) (ιων. τ. τού κλεις) βλ. κλείδα …   Dictionary of Greek

  • κληίς — κληί̱ς , κλείς clavis fem nom sg (epic ionic) κλείς clavis fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • πολυκλήϊς — ιδος, ἡ, Α (επικ. τ.) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληΐς, επικ. τ. τού κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ… …   Dictionary of Greek

  • клюка — I клюка I. кривая палка, костыль , клюкать, ключить ходить с клюкой, хромать , укр. клюка крюк , сербохорв. кљу̏ка крюк, ключ, скоба , словен. kljukа предмет кривой формы , чеш. klikа крюк, щеколда , польск., в. луж. klukа крюк , н. луж. klukа… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ключ — I род. п. а I., сюда же заключить, укр. ключ, ст. слав. ключь, болг. ключът, сербохорв. кљу̑ч, род. п. кључа крюк, ключ , словен. ključ, чеш. klič, слвц. kl᾽uč, польск. klucz, в. луж. kluč, н. луж. kluc. Родственно балт. словам, приведенным на… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • εϋκλήις — ἐϋκλήϊς, ῑδος, ἡ (Α) (επικ. τ. τού θηλ. εύκλειστος) η κλεισμένη καλά («θύρη... ἐϋκλήϊς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κληΐς, επικ. τ. τού κλεις «σύρτης, αμπάρα»] …   Dictionary of Greek

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • πλοώδης — ες, Α [πλόος / πλούς] 1. αυτός που πλέει, που επιπλέει 2. μτφ. ασταθής, χαλαρός («πλοώδης κληΐς» χαλαρός σύρτης πόρτας, Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”