- κηλώνιον
κηλώνιον, τό, = κηλώνειον; κηλωνίοισιν ἀρδευόμενος Her. 1, 193, v. l. κηλωνηΐοισιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλώνιον, τό, = κηλώνειον; κηλωνίοισιν ἀρδευόμενος Her. 1, 193, v. l. κηλωνηΐοισιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
CELONES — in antiquo Lucii exemplari, apud Salmasium, ex Graeco est κήλων, unde κηλώνιον, apud Herodotum, l. 1. καὶ παραγίγεται ὁ ςῖτος οὐ καθάπερ εν Αἰγύπτῳ, τȏυ ποταμοῦ ἀναβαίνοντος εἰς αρούρας, ἀλλὰ χερςί τε καὶ κηλωνείοιςιν αρδόμενος. Et κηλωνήϊον,… … Hofmann J. Lexicon universale
TOLLENO — apud Plinium, l. 19. c. 4. Hortos villae iungendos non est dubium riguosque maxime habendos, si contingat praefiuô amne, si minus e puteo rotâ organisque pneumattcis, vel tollenonum haustu rigatos: Machina est ἀναν εύουϚα καὶ κατανεύουϚα, sursum… … Hofmann J. Lexicon universale
κελώνιον — κελώνιον, τὸ (Α) πάπ. βλ. κηλώνιον … Dictionary of Greek
κηλώνειο(ν) — το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον) το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. ειον (πρβλ. σκαμών ειον, χελών ειον)] … Dictionary of Greek