- κηλώνειον
κηλώνειον, τό, ion. κηλωνήϊον, Brunnenschwengel am Ziehbrunnen; ἀντλέεται κηλωνηΐῳ Her. 9, 119; Ar. frg. 554. S. κηλώνιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλώνειον, τό, ion. κηλωνήϊον, Brunnenschwengel am Ziehbrunnen; ἀντλέεται κηλωνηΐῳ Her. 9, 119; Ar. frg. 554. S. κηλώνιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλώνειον — κήλων swipe neut nom/voc/acc sg κηλώνειον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Shadoof — A shadoof or shaduf (an Arabic word, شادوف, šādūf ; also anciently known by the Greek name κήλων or κηλώνειον, kēlōn or kēlōneion ) is an irrigation tool. A less common English translation is swape. [cite web url =… … Wikipedia
κηλώνειο(ν) — το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον) το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. ειον (πρβλ. σκαμών ειον, χελών ειον)] … Dictionary of Greek
κηλωνείοις — κήλων swipe neut dat pl κηλώνειον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλωνείου — κήλων swipe neut gen sg κηλώνειον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλωνείῳ — κήλων swipe neut dat sg κηλώνειον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλώνεια — κήλων swipe neut nom/voc/acc pl κηλώνειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)