- κολοβο-κέρατος
κολοβο-κέρατος, mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβό-κερως
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοβο-κέρατος, mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβό-κερως
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονδοκέρατος — κονδοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, ορθο κέρατος] … Dictionary of Greek
κριοκέρατος — κριοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, οξυ κέρατος] … Dictionary of Greek