- ζηλο-δοτήρ
ζηλο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζηλο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
ζηλοδοτήρ — ζηλοδοτήρ, ῆρος, ό (Α) αυτός που διεγείρει τον ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι] … Dictionary of Greek