κολοκύντιον

κολοκύντιον

κολοκύντιον, τό, dim. zum Vorigen, Phryn. com. bei Ath. II, 59 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοκύντιον — κολοκύντιον, τὸ (AM) βλ. κολοκύθι …   Dictionary of Greek

  • κολοκύντιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκυντίου — κολοκύντιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύθι — το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν) νεοελλ. 1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» ή, απλώς, «κολοκύθια» λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία 2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”