- κολοκυνθιάς
κολοκυνθιάς, άδος, ἡ, βρωτύς, aus Kürbiß bereitete Speise, Pallds. 27 (XI, 371).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοκυνθιάς, άδος, ἡ, βρωτύς, aus Kürbiß bereitete Speise, Pallds. 27 (XI, 371).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοκυνθιάς — κολοκυνθιάς, άδος, ἡ (Α) [κολοκύνθη] (για φαγητό) παρασκευασμένο από κολοκύθα … Dictionary of Greek