κολοβός

κολοβός

κολοβός (κόλος), verstümmelt, nach Arist. Metaphys. 4, 27 μεριστὸν καὶ ὅλον, was einen Theil verloren hat, aber doch noch dasselbe bleibt; von Thieren, Xen. Cyr. 1, 4, 11; von Geräthen, Gefäßen, an denen Etwas zerbrochen ist, Ath. VI, 230 f; von einem Ringer, der ein Ohr verloren hat, Lucill. 13 (XI, 81); κολοβὸς χειρῶν Xenocrat. ep. (Plan. 186); auch von der Rede, vom Styl, Arist. rhet. 2, 8; – Sp. übh. klein, niedrig; τεῖχος App. Hithrid. 26 Pun. 25; kurz, Schol. Ar. Ran. 1106. – Adv., ὅσα μὴ σαφῶς, ἀλλὰ κολοβῶς ἐρωτᾶται Arist. soph. elench. 2, 5, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοβός — docked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… …   Dictionary of Greek

  • κόλοβος — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… …   Dictionary of Greek

  • κολοβός — ή, ό 1. αυτός που έχει κομμένη την ουρά, κοψονούρης: Ο γείτονας έχει ένα κολοβό σκυλί. 2. ακρωτηριασμένος, ελλιπής: Από τον αρχαίο αυτό ναό σώζονται σήμερα μερικές κολοβές κολόνες. 3. φρ., «Eίναι φίδι κολοβό», είναι κακός και ύπουλος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολοβώτερον — κολοβός docked masc acc comp sg κολοβός docked neut nom/voc/acc comp sg κολοβός docked adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβωτέρων — κολοβός docked fem gen comp pl κολοβός docked masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβόν — κολοβός docked masc/fem acc sg κολοβός docked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβιάζω — [κολοβός] κολοβώνω, κουτσουρεύω …   Dictionary of Greek

  • κολοβοῖς — κολοβός docked masc/fem/neut dat pl κολοβόω dock pres opt act 2nd sg κολοβόω dock pres subj act 2nd sg κολοβόω dock pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβοί — κολοβός docked masc/fem nom/voc pl κολοβόω dock pres subj mp 2nd sg κολοβόω dock pres ind mp 2nd sg κολοβόω dock pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβοῦ — κολοβός docked masc/fem/neut gen sg κολοβόω dock pres imperat mp 2nd sg κολοβόω dock imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”