γλοιάς, ἵππος, = folgdm, Soph. frg. 863.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλοιάς — γλοιάς, η (Α) [γλοιός] άγρια φοράδα … Dictionary of Greek
γλοιάς — γλοιά̱ς , γλοιά glue fem acc pl γλοιάς vicious fem nom sg γλοιά̱ς , γλοιός any glutinous substance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)