- γλοιά
γλοιά, ἡ, Hesych., = γλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλοιά, ἡ, Hesych., = γλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλοία — και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά) κόλλα, κολλώδης ουσία·|| νεοελλ. ο ερειστικός ιστός ο οποίος περιβάλλει τα νευρικά κύτταρα τών Σπονδυλόζωων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλία ανάγεται σε IE *glei «κολλώ, αλείφω», απ όπου και τα γλίχομαι, γλοιός,… … Dictionary of Greek
γλοιάς — γλοιά̱ς , γλοιά glue fem acc pl γλοιάς vicious fem nom sg γλοιά̱ς , γλοιός any glutinous substance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιῶν — γλοιά glue fem gen pl γλοιάζω wink fut part act masc voc sg γλοιάζω wink fut part act neut nom/voc/acc sg γλοιάζω wink fut part act masc nom sg (attic epic ionic) γλοιός any glutinous substance fem gen pl γλοιός any glutinous substance masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιικός — ή, ό [γλοία] αυτός που έχει σχέση με τη γλοία τών νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
Neuroglia — MeSH Neuroglia Code TA A14.0.00.005 TH H2.00.06.2.00001 … Wikipedia
γλία — η βλ. γλοία … Dictionary of Greek
ζωογλοία — η υμένιο που σχηματίζεται στην επιφάνεια ορισμένων υγρών (ξιδιού, στάσιμων νερών). Αποτελείται από βακτήρια ή μύκητες τών οποίων τα κύτταρα περιβάλλονται από κάψες, με σύσταση πολυσακχαριτική ή πρωτεϊνική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλοία «κόλλα … Dictionary of Greek
νευρογλοία — και νευρογλία, η (ανατ. φυσιολ.) σύνολο νευρικών κυττάρων τα οποία εξασφαλίζουν τις διάφορες μεταβολικές λειτουργίες τών νευρώνων, έχουν ερειστικό ρόλο και δρουν μονωτικά στους νευρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevroglie < νευρ(ο)… … Dictionary of Greek
ολιγοδενδρογλοία — η ανατ. νευρογλοία από μικρά κύτταρα με λίγους κλάδους που υπάρχει στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στο έλυτρο τής μυελίνης τών περιφερειακών νεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligodendroglia < ολίγος + δένδρον + γλοία «κόλλα»] … Dictionary of Greek
ολιγοδενδρογλοίωμα — το ιατρ. σπάνια ποικιλία γλοιώματος που παράγεται από ολιγοδενδρογλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligodendroglioma < oligodendroglia (< ολίγος + δένδρον + γλοία) + ωμα] … Dictionary of Greek
gloiocarp — Bot. (ˈglɔɪəkɑːp) [f. Gr. γλοία glue, or γλοιός glutinous substance + καρπός fruit. (The analogical form would be *glœocarp.)] The quadruple spore of some algals. in Treas. Bot. 535/1 … Useful english dictionary