κολαστής — chastiser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστής — ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.) 2. βασανιστής νεοελλ. αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα … Dictionary of Greek
κολασταῖς — κολαστής chastiser masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασταί — κολαστής chastiser masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστοῦ — κολαστής chastiser masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστῆ — κολαστής chastiser masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστῇ — κολαστής chastiser masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήν — κολαστής chastiser masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστῶν — κολαστής chastiser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστά — κολαστά̱ , κολαστής chastiser masc nom/voc/acc dual κολαστής chastiser masc voc sg κολαστής chastiser masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστάς — κολαστά̱ς , κολαστής chastiser masc acc pl κολαστά̱ς , κολαστής chastiser masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)