κολαστήριος — house of correction masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού … Dictionary of Greek
κολαστηρίους — κολαστήριος house of correction masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήριοι — κολαστήριος house of correction masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήριον — neut nom/voc/acc sg κολαστήριος house of correction masc/fem acc sg κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… … Dictionary of Greek
κολαστηρίοις — κολαστήριον neut dat pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστηρίου — κολαστήριον neut gen sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστηρίων — κολαστήριον neut gen pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστηρίῳ — κολαστήριον neut dat sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήρια — κολαστήριον neut nom/voc/acc pl κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)