- κοθαρός
κοθαρός, dor. = καϑαρός, Tabul. Herael. 1, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοθαρός, dor. = καϑαρός, Tabul. Herael. 1, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοθαρός — κοθαρός, ά, όν (Α) δωρ. τ. τού καθαρός … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek