κολαπτήρ

κολαπτήρ

κολαπτήρ, ῆρος, ὁ, Meißel zum Eingraben in Stein; Luc. Somn. 13; Ath. XI, 488 c u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολαπτῆρα — κολαπτήρ chisel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρας — κολαπτήρ chisel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρες — κολαπτήρ chisel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρσι — κολαπτήρ chisel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαπτῆρσιν — κολαπτήρ chisel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

  • κολαπτήρας — ο (Α κολαπτήρ, ῆρος) σιδερένιο εργαλείο τών γλυπτών με το οποίο γίνεται η σμίλευση, τού μαρμάρου, γλυφίδα, γλύφανο, σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάπτω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. καθαρ τήρ, καλυπ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”