κολύβδαινα

κολύβδαινα

κολύβδαινα, , eine Krebsart, Epicharm. bei Ath. III, 105 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολύβδαινα — κολύβδαινα, ἡ (Α) είδος καβουριού («ἀστακοὶ κολύβδαιναί τε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμβαινα* κατά το μολύβδαινα] …   Dictionary of Greek

  • κολύβδαινα — crab fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύβδαιναι — κολύβδαινα crab fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύβδαιναν — κολύβδαινα crab fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμβαινα — κολύμβαινα, αίνης, ἡ (Α) κολύβδαινα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλυμβος + κατάλ. αινα, που απαντά στις ονομ. πολλών ζώων (πρβλ. σκόρπ αινα, φώκ αινα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”