- κολύμβατος
κολύμβατος, ἡ, v. l. für κολύμφατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολύμβατος, ἡ, v. l. für κολύμφατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολύμβατος — κολύμβατος, ἡ (Μ) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολύμφατος] … Dictionary of Greek
κολύμβατος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμφατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»] … Dictionary of Greek