- κολόβωμα
κολόβωμα, τό, das Verstümmelte, ein verstümmelter Theil; Arist. Hetaphys. 4, 27; Hedie.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολόβωμα, τό, das Verstümmelte, ein verstümmelter Theil; Arist. Hetaphys. 4, 27; Hedie.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολόβωμα — the part taken away in mutilation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολόβωμα — το (AM κολόβωμα) [κολοβώ] 1. ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα («οὐδέν τι τῶν ζῴων ἐλλιπὲς ἔχον μόριον ἐκ κολοβώματος ἐθύετο», Τζέτζ.) 2. το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει μετά τον ακρωτηριασμό … Dictionary of Greek
κολόβωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κολοβώνω, ακρωτηρίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοβωμάτων — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβώματα — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβώματι — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβώματος — κολόβωμα the part taken away in mutilation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
Colobom — Angeborene Spaltbildung an der Iris Klassifikation nach … Deutsch Wikipedia
Kolobom — Angeborene Spaltbildung an der Iris … Deutsch Wikipedia
εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… … Dictionary of Greek