- ζηλωτής
ζηλωτής ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζηλωτής ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζηλωτής — emulator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτής — ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) [ζηλώ] 1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.) 2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής 3. πληθ. οι ζηλωτές ( αί) οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι… … Dictionary of Greek
ζηλωτής — ο 1. αυτός που αφοσιώνεται με ζήλο σε κάτι. 2. φανατικός θαυμαστής, ένθερμος θιασώτης: Ζηλωτής του Ομήρου. 3. αφοσιωμένος σε κάποιο θρήσκευμα: Ζηλωτής του Χριστού. 4. Ζηλωτές οπαδοί μιας θρησκευτικής και πολιτικής κίνησης στη Θεσσαλονίκη κατά το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζηλωτῆς — ζηλωτός enviable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωταῖς — ζηλωτής emulator masc dat pl ζηλωτός enviable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωταί — ζηλωτής emulator masc nom/voc pl ζηλωτός enviable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτοῦ — ζηλωτής emulator masc gen sg ζηλωτός enviable masc/neut gen sg ζηλωτός enviable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτῇ — ζηλωτής emulator masc dat sg (attic epic ionic) ζηλωτός enviable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτήν — ζηλωτής emulator masc acc sg (attic epic ionic) ζηλωτός enviable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτῶν — ζηλωτής emulator masc gen pl ζηλωτός enviable fem gen pl ζηλωτός enviable masc/neut gen pl ζηλωτός enviable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλώτ' — ζηλωτά̱ , ζηλωτής emulator masc nom/voc/acc dual ζηλωτά , ζηλωτής emulator masc voc sg ζηλωτά , ζηλωτής emulator masc nom sg (epic) ζηλωταί , ζηλωτής emulator masc nom/voc pl ζηλωτά , ζηλωτός enviable neut nom/voc/acc pl ζηλωτά̱ , ζηλωτός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)