- ζηλωτικός
ζηλωτικός, eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζηλωτικός, eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζηλωτικός — ζηλωτικός, ή, όν (AM) [ζηλωτής] μσν. αξιοζήλευτος αρχ. 1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής 2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν ο ζήλος … Dictionary of Greek
ζηλωτικός — emulous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικόν — ζηλωτικός emulous masc acc sg ζηλωτικός emulous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικοί — ζηλωτικός emulous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικούς — ζηλωτικός emulous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικωτάτη — ζηλωτικός emulous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικῶς — ζηλωτικός emulous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)