γηθυλλίς

γηθυλλίς

γηθυλλίς, ίδος, ἡ, Eubul. u. Epicharm. (γαϑυλλίδες δύο) u. A. bei Ath. IX, 371 f; Nic. Al. 431; dim. von


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο …   Dictionary of Greek

  • γηθυλλίς — spring onion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδα — γηθυλλίς spring onion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδας — γηθυλλίς spring onion fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδες — γηθυλλίς spring onion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδος — γηθυλλίς spring onion fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθυλλίδων — γηθυλλίς spring onion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήθυον — και γῆθυ και γήτειον, το (Α) είδος πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς] …   Dictionary of Greek

  • τήθος — τὸ, Α το μαλάκιο τηθύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”