κολυμβήθρα

κολυμβήθρα

κολυμβήθρα, , Ort zum Untertauchen, zum Baden; Plat. Rep. V, 453 d; κολυμβᾶν εἰς κολυμβήϑραν μύρου Alexis bei Ath. I, 18 c; Sp., wie D. Sic. 4, 78. 11, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολυμβήθρα — κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc/acc dual κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθρᾳ — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθρα — κολυμβήθρα, η και κολυμπήθρα, η ιερό σκεύος, μέσα στο οποίο βαφτίζονται οι χριστιανόπαιδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβήθρας — κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem acc pl κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραι — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραν — κολυμβήθρᾱν , κολυμβήθρα place for diving fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβηθρῶν — κολυμβήθρα place for diving fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβῆθραι — κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραις — κολυμβήθρα place for diving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”