κληρο-παλής

κληρο-παλής

κληρο-παλής, ές, durch das Schwanken, Schütteln (πάλλω) der Loose zugetheilt oder zuzutheilen, δώδεκα μοίρας κληροπαλεῖς H. h. Herc. 129.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπαλής — (I) εὐπαλής, ές (Α) 1. (για αγώνες) αυτός που κερδίζεται εύκολα, που επιτελείται εύκολα («ἄεθλοι εὐπαλέες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαλές ῥᾴδιον». επίρρ... εὐπαλῶς, εὐπαλέως (Α) εύκολα, με δεξιοτεχνία, με επιτηδειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • παλέω — (Α) 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε διαφθαρείη ἐπάλησεν ἐφθάρη. πεπαληκέναι ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι βεβλαμμέναι» 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος βεβλαμμένος» β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπαλές — και μεσσοπαλές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κραδαινόμενον ἐκ μέσου». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσοπαλής < μεσ(ο) * + παλής (< πάλλω), πρβλ. ισο παλής, κληρο παλής (για τον τ. με δύο σσ βλ. λ. μέσος)] …   Dictionary of Greek

  • κληροπαλής — κληροπαλής, ές (Α) αυτός που διανέμεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + παλής (< πάλλω), πρβλ. αει παλής, εκ παλής] …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”