- κληρικός
κληρικός, 1) die Erbschaft betreffend, λόγοι Harpocr. v. παρακαταβολή. – 2) zur Geistlichkeit gehörig, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρικός, 1) die Erbschaft betreffend, λόγοι Harpocr. v. παρακαταβολή. – 2) zur Geistlichkeit gehörig, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρικός — ή, ό (AM κληρικός, ή, όν) [κλήρος] το αρσ. ως ουσ. ο κληρικός γενική ονομασία τής τάξης τών διακόνων, πρεσβυτέρων και επισκόπων, ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τους κοσμικούς, τους λαϊκούς νεοελλ. μσν. εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
κληρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλήρο, ιερωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καρύδης, Παναγιώτης — Κληρικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Οίτυλο. Υπηρέτησε ως δημογέροντας μέχρι την απελευθέρωση. Μετά την αποκατάσταση τού απονεμήθηκε ο βαθμός του υπαξιωματικού. Επίσης ασχολήθηκε με την πολιτική … Dictionary of Greek
Παπαλέξης, Οικονόμος — Κληρικός και προύχοντας από την Ανδρίτσαινα, που έζησε τον 19o αι. Αν και δεν ήταν μορφωμένος, εξαιτίας της κοινωνικής του πείρας, έγινε οικονόμος και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ως αντιπρόσωπος της Πελοποννήσου στην Υψηλή Πύλη. Όταν γύρισε,… … Dictionary of Greek
Παπανδρέας, Μόρης — Κληρικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κουκουβίτση της Παρνασσίδας. Διακρίθηκε για την ανδρεία του και πριν την Επανάσταση. Πολέμησε στην Αλαμάνα υπό τις διαταγές του Δ. Πανουργιά, και στα Βασιλικά και στη Γραβιά, στο πλευρό του Οδ.… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… … Dictionary of Greek