- γοηρός
γοηρός, = γοερός, Lycophr. 1057.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γοηρός, = γοερός, Lycophr. 1057.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γοηρός — ά, όν βλ. γοερός … Dictionary of Greek
γοηρόν — γοηρός masc acc sg γοηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
γοερός — ή, ό (AM γοερός και γοηρός, ά, όν) [γόος] με γόους, θρηνητικός αρχ. αξιοθρήνητος … Dictionary of Greek
γοηράν — γοηρά̱ν , γοηρός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)