κληρωτής

κληρωτής

κληρωτής, , der durchs Loos Erwählende, Poll. 9, 44. – Bei K. S. auch = Besitzer.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κληρωτής — κληρωτής, δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) [κληρώ] 1. αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο 2. ο προικισμένος με μια κληρονομημένη ιδιότητα, ο κληρονόμος, ο κτήτορας («ἀρετῆς κληρωτήν» …   Dictionary of Greek

  • κληρωτῆς — κληρωτός appointed by lot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωταί — κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom/voc pl κληρωτός appointed by lot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτήν — κληρωτής one who presided over elections by lot masc acc sg (attic epic ionic) κληρωτός appointed by lot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτῶν — κληρωτής one who presided over elections by lot masc gen pl κληρωτός appointed by lot fem gen pl κληρωτός appointed by lot masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτά — κληρωτά̱ , κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom/voc/acc dual κληρωτής one who presided over elections by lot masc voc sg κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom sg (epic) κληρωτός appointed by lot neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτάς — κληρωτά̱ς , κληρωτής one who presided over elections by lot masc acc pl κληρωτά̱ς , κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom sg (epic doric aeolic) κληρωτά̱ς , κληρωτός appointed by lot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαρωτάς — κλαρωτάς, ὁ (Α) (δωρ. τ. τού κληρωτής* («κλαρωτὰς δικαστᾱν», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • κλαρώται — κλαρῶται, οἱ (Α) [κλάρος] Κρήτες ακτήμονες, δούλοι όπως οι είλωτες στη Σπάρτη, που καλλιεργούσαν τα κτήματα τών ελεύθερων πολιτών, αλλ. αφαμιώται («κλαρῶται εἵλωτες, δοῡλοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρωτάς (δωρ. τ. τού κληρωτής) με αναβιβασμό τού …   Dictionary of Greek

  • κληρωτίδα — η (Α κληρωτίς, ίδος) κάδος ή κιβώτιο ή δοχείο στο οποίο τοποθετούνται και ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση, ψηφοδόχος κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής] …   Dictionary of Greek

  • κληρωτρίς — κληρωτρίς, ίδος, ἡ (Α) η κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”