- κληρωτί
κληρωτί, durchs Loos, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρωτί, durchs Loos, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρωτί — και κληρωτεί (Α) επίρρ. με κλήρο, με λαχνό («ἀπὸ φυλῆς Βενιαμὶν κληρωτὶ πόλεις δεκατρεῑς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτός] … Dictionary of Greek