- κληρωτικός
κληρωτικός, zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρωτικός, zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρωτικός — κληρωτικός, ή, όν (AM) [κληρώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον) η κληρωτίδα. επίρρ... κληρωτικῶς (Μ) με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση … Dictionary of Greek
κληρωτικόν — κληρωτικός of masc acc sg κληρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτικαί — κληρωτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτικοί — κληρωτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτικῶς — κληρωτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)