- κλοπία
κλοπία, ἡ, = κλοπεία, f. L. Isocr. 12, 211. 218, wo Bekker κλωπεία hergestellt hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλοπία, ἡ, = κλοπεία, f. L. Isocr. 12, 211. 218, wo Bekker κλωπεία hergestellt hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλοπίας — κλοπίᾱς , κλόπιος thievish fem acc pl κλοπίᾱς , κλόπιος thievish fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπίαν — κλοπίᾱν , κλόπιος thievish fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοκλοπία — και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία) η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κλοπία (< κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο κλοπία] … Dictionary of Greek
νυκτοκλοπία — η (Α νυκτοκλοπία) νυκτοκλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλοπία (< κλόπος < κλέπτω) πρβλ. λογο κλοπία] … Dictionary of Greek
πυροκλοπία — και πυρικλοπία, ἡ, Α (σχετικά με τον Προμηθέα) η κλοπή τής φωτιάς («οἷα Προμηθείης μνῆμα πυροκλοπίης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο / πυρι (βλ. λ. πυρ) + κλοπία (< κλοπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλοπία] … Dictionary of Greek
τυποκλοπία — η, Ν λαθραία εκτύπωση ή ανατύπωση ξένου συγγράμματος ή τμήματός του για αθέμιτη κερδοσκοπία ή άλλους σκοπούς, κλεψιτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κλοπία (< κλόπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ … Dictionary of Greek