κολπίτης

κολπίτης

κολπίτης, , der Anwohner eines Meerbusens, Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολπίτης — κολπίτης, ὁ (Α) [κόλπος] αυτός που κατοικεί κοντά σε θαλάσσιο κόλπο …   Dictionary of Greek

  • κολπίτης — dwelling on a bay masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπίτας — κολπίτᾱς , κολπίτης dwelling on a bay masc acc pl κολπίτᾱς , κολπίτης dwelling on a bay masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”