κομβώματα

κομβώματα

κομβώματα, τά, Suid. καλλωπίσματα, Putz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομβώματα — κόμβωμα robe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούμπωμα — το (Α κόμβωμα) νεοελλ. η σύνδεση, η προσαρμογή κουμπιού στην κουμπότρυπα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) στόλισμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) στον πληθ. τὰ κομβώματα καλλωπίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κούμπωμα < κουμπώνω, ενώ ο τ. κόμβωμα < κομβῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”