- κομμώτριον
κομμώτριον, Poll. 7, 96 aus Ar., ein Werkzeug zum Putzen, bes. der Haare.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομμώτριον, Poll. 7, 96 aus Ar., ein Werkzeug zum Putzen, bes. der Haare.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομμώτριον — κομμώτριον, τὸ (Α) εργαλείο για την κόμμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμώ (ΙΙ) + κατάλ. τριον (ουδ. τού τήρ), πρβλ. διόπ τριον, σημάν τριον] … Dictionary of Greek
κομμώτριον — tiring instrument neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμώτρια — dresser fem nom/voc sg κομμώτριον tiring instrument neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)