- ζημίωμα
ζημίωμα, τό, Strafe, Luc. Prom. 13; bes. Geldbuße, Plat. Legg. VI, 764 c, u. das Recht sie aufzulegen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζημίωμα, τό, Strafe, Luc. Prom. 13; bes. Geldbuße, Plat. Legg. VI, 764 c, u. das Recht sie aufzulegen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζημίωμα — ζημίωμα, τὸ (Α) [ζημιώ] 1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.) 2. πρόστιμο 3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία 4. απώλεια, φθορά, βλάβη … Dictionary of Greek
ζημίωμα — penalty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιωμάτων — ζημίωμα penalty neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματα — ζημίωμα penalty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματι — ζημίωμα penalty neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματος — ζημίωμα penalty neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)