κονίσαλος

κονίσαλος

κονίσαλος, richtiger als κονίσσαλος, von κόνις, Staub, Staubwirbel, aber schwerlich mit σαλεύω od. ἅλλομαι zusammengesetzt; ἃς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ κονίσαλος ὤρνυτ' ἀελλὴς ἐρχομένων Il. 3, 13; λευκοὶ ὕπερϑ' ἐγένοντο κονισάλῳ 5, 502, öfter; auch bei Sp. – In Athen eine Art Dämon, wie Priapus, Ar. Lys. 982, vgl. Ath. X, 441 f; Strab. XIII, 588.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κονίσαλος — κονίσαλος, ὁ (ΑM) σύννεφο σκόνης, στρόβιλος («πνεύσαντος ἀνέμου σφοδροῡ... ὁ κονίσαλος ἐς ουρανὸν αὐτὸν ἦρτο», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα τών παλαιστών («ὁ ἱδρὼς τῶν γυμναζομένων, μειχθείς τῷ πάτῳ, συντελεῑ… …   Dictionary of Greek

  • κονίσαλος — κονί̱σαλος , κονίσαλος cloud of dust masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PULVIS — oleum et sudor, Athletis derasa, simulque mixta, in usum Medicum olim adservabantur et ab Atticis κονίσαλος, ab aliis vero πάτος, pulvis is vocabatur. Illi enim, qui sese loturi vel exercitaturi in Gymnasium veniebant, maiori ex parte… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • STRIGILIS — inter Aliptae olim instrumenta, quae erant Strigilis, Lintea, Guttus etc. Seneca Ep. 95. Vetemus lintea et Strigiles Iovi ferre, et speculum tenere Iunoni. Non quaerit ministros Deus. Quidni? ipse humano gereri ministrat. Iuvenalis Sat. 3. v. 263 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αελλής — ἀελλὴς κονίσαλος, ο (Α) (στον Όμηρο) περιδινούμενος κονιορτός, δίνη κονιορτού, σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλασμένος τ. τού ἀολλής με επίδραση τής λ. ἄελλα. Ο τ. ἀελλῆς πιθ. συνηρ. τ. αντί τού ἀελλήεις] …   Dictionary of Greek

  • κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος …   Dictionary of Greek

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κονισάλοις — κονῑσάλοις , κονίσαλος cloud of dust masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονισάλου — κονῑσάλου , κονίσαλος cloud of dust masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονισάλῳ — κονῑσάλῳ , κονίσαλος cloud of dust masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίσαλοι — κονί̱σαλοι , κονίσαλος cloud of dust masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”