κομίστρια

κομίστρια

κομίστρια, , Pflegerinn, Wärterinn; Orph. H. 9, 16; VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομίστρια — κομίστρια, ἡ (Α) βλ. κομιστήρ …   Dictionary of Greek

  • κομίστρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιστήρ — κομιστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω] αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός …   Dictionary of Greek

  • μυροκομίστρια — μυροκομίστρια, ἡ (Μ) γυναίκα η οποία μεταφέρει μύρο, μυροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κομίστρια (< κομίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κομιστής — ο θηλ. κομίστρια αυτός που φέρνει κάτι: Ο κομιστής της επιστολής είναι φίλος μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”