- κηδέστωρ
κηδέστωρ, ορος, ὁ, = κηδεμών, πάτρης, Maneth. 4, 514.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδέστωρ, ορος, ὁ, = κηδεμών, πάτρης, Maneth. 4, 514.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδέστωρ — κηδέστωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κηδεστής] … Dictionary of Greek
κηδέστορες — κηδέστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)