- κηδέστρια
κηδέστρια, ἡ, fem. zu κηδεστής, Schwiegermutter, Schwiegertochter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδέστρια, ἡ, fem. zu κηδεστής, Schwiegermutter, Schwiegertochter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδέστρια — κηδέστρια, ἡ (Α) [κηδεστής] 1. αυτή που φροντίζει το σπίτι, οικονόμος 2. αυτή που φυλάει κάποιον, φύλακας 3. η πεθερά … Dictionary of Greek
κηδέστρια — female attendant fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεστρίας — κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem acc pl κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)