- κοδομεύτρια
κοδομεύτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, VLL.; Poll. 1, 246; Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοδομεύτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, VLL.; Poll. 1, 246; Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοδομεύς — κοδομεύς, ό, θηλ. κοδομεύτρια (Α) αυτός που ψήνει κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοδομή] … Dictionary of Greek