- κοδομεύς
κοδομεύς, ὁ, der die Gerste röstet, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοδομεύς, ὁ, der die Gerste röstet, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοδομεύς — κοδομεύς, ό, θηλ. κοδομεύτρια (Α) αυτός που ψήνει κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοδομή] … Dictionary of Greek
κοδομεύς — one who roasts barley masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδομή — κοδομή, ἡ (Α) 1. γυναίκα που έψηνε κριθάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα θεραπαίνης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Ως προς τα παράγωγα, από το κοδομή παρήχθη πιθ. το κοδομεύω και από το τελευταίο… … Dictionary of Greek
κοδομεία — κοδομεία, η (Α) [κοδομεύς] το φρυγάνισμα τού κριθαριού … Dictionary of Greek
κοδομείον — κοδομεῑον, ιων. τ. κοδομήιον, τὸ (Α) [κοδομεύς] το δοχείο μέσα στο οποίο έψηναν κριθάρι … Dictionary of Greek