κηδεμονικός — provident masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικός — ή, ό (ΑΜ κηδεμονικός, ή, όν) [κηδεμών] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία αρχ. 1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν η κηδεμονία. επίρρ...… … Dictionary of Greek
κηδεμονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον κηδεμόνα ή την κηδεμονία: Δείχνει κηδεμονική συμπεριφορά απέναντί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηδεμονικώτερον — κηδεμονικός provident adverbial comp κηδεμονικός provident masc acc comp sg κηδεμονικός provident neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικῶν — κηδεμονικός provident fem gen pl κηδεμονικός provident masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικόν — κηδεμονικός provident masc acc sg κηδεμονικός provident neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικώτατα — κηδεμονικός provident adverbial superl κηδεμονικός provident neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικαί — κηδεμονικός provident fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικοί — κηδεμονικός provident masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικοῦ — κηδεμονικός provident masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικούς — κηδεμονικός provident masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)