- κηδεμονεύς
κηδεμονεύς, ὁ, = κηδεμών; Ap. Rh. 1, 269; Agath. 40 (Plan. 41) u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδεμονεύς, ὁ, = κηδεμών; Ap. Rh. 1, 269; Agath. 40 (Plan. 41) u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδεμονεύς — κηδεμονεύς, ὁ (Α) κηδεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος σε εύς τ. τού κηδεμών για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κηδεμονῆα — κηδεμονεύς masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονῆας — κηδεμονεύς masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονῆες — κηδεμονεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονῆος — κηδεμονεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονήων — κηδεμονεύς masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)