ζημιωτής

ζημιωτής

ζημιωτής, , der Bestrafende, Eust.; Schol. Aesch. Prom. 77.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζημιωτής — one who punishes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιωτής — ο (AM ζημιωτής) [ζημιώ] νεοελλ. αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβη μσν. ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.) αρχ. αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • ζημιωτήν — ζημιωτής one who punishes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”