- κλεῖστρον
κλεῖστρον, τό, Schloß, claustrum, Luc. Toz. 57; dor. κλαΐστρον, γλεφάρων ἁδύ Pind. P. 1, 8. Vgl. κλεῖϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεῖστρον, τό, Schloß, claustrum, Luc. Toz. 57; dor. κλαΐστρον, γλεφάρων ἁδύ Pind. P. 1, 8. Vgl. κλεῖϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεῖστρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek